- αγγελοβαρεμένος
- η , ο находящийся в предсмертной агонии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγελοβαρεμένος — η, ο αυτός που χτυπήθηκε ξαφνικά από τον άγγελο, ο ετοιμοθάνατος αναπάντεχα: Χάθηκε αγγελοβαρεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)